Προκαταλαμβάνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: προκαταλαμβάνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передбачити, використовувати, смакувати, робити, вселяти, навіювати, викликати
Προκαταλαμβάνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκαταλαμβάνω

προκαταλαμβάνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προκαταλαμβάνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προκατάληψη στα ουκρανικά - упередження, схильність, передісторія, упереджений, зсув, зміщення, усунення, ...
  • προκαταβάλλω στα ουκρανικά - авансувати, просунутися, просуватися, аванс, prokatavallo
  • προκαταρκτικός στα ουκρανικά - приготування, готування, попередній, попереднє, попереднього, попередню
  • προκατειλημμένος στα ουκρανικά - тенденційний, схилений, упереджений, жовчний, жовчну, жовчна
Τυχαίες λέξεις
Προκαταλαμβάνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: передбачити, використовувати, смакувати, робити, вселяти, навіювати, викликати