Λέξη: στοιχειώδης
Σχετικές λέξεις: στοιχειώδης
στοιχειώδησ εκπαίδευση, στοιχειώδης αντίδραση, στοιχειώδης εισαγωγή στα χρηματοοικονομικά μαθηματικά, στοιχειώδης αισθητική, στοιχειώδης διαφορική γεωμετρία - o'neil barrett, στοιχειώδης αισθητική-βασίλης ραφαηλίδης, στοιχειώδησ κβαντική φυσική, στοιχειώδησ διαφορική γεωμετρία, στοιχειώδης όγκος σφαιρικού φλοιού, στοιχειώδης και μέση εκπαίδευση
Μεταφράσεις: στοιχειώδης
στοιχειώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elementary, elemental, rudimentary, primary, basic
στοιχειώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
elemental, primaria, elementales, primarias, de primaria
στοιχειώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grundschule, elementar, Grund, elementaren, elementare
στοιχειώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constitutif, fondamental, rudimentaire, élémentaire, essentiel, simple, primaire, élémentaires, primaires
στοιχειώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elementare, elementari, elementary
στοιχειώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elemento, singelo, simples, elementar, fundamental, primária, elementares, básico
στοιχειώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elementair, eenvoudig, aalwaardig, enkelvoudig, simpel, elementaire, lagere, de lagere, basis-
στοιχειώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несложный, первичный, простой, элементарный, первоначальный, элементарная, элементарных, элементарной, элементарно
στοιχειώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elementær, elementære, elementært, ELEMENTARY, barne
στοιχειώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elementär, elementära, elementärt, grundläggande, folk
στοιχειώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksinkertainen, mutkaton, alkeis-, ELEMENTARY, alkeis, peruskoulun
στοιχειώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elementære, elementær, ELEMENTARY, elementært, grundlæggende
στοιχειώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
elementární, základní, ELEMENTARY, základním, elementárních
στοιχειώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elementarny, podstawowy, niepodzielny, elementarne, podstawowej, elementary
στοιχειώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alapfokú, elemi, Elementary, általános, alapvető
στοιχειώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
basit, tek, sade, temel, ilköğretim, elementer, ilkokul, ilk
στοιχειώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
первісний, простий, простої, елементарний, елементарне
στοιχειώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fillor, elementar, ELEMENTARY, fillore, elementare
στοιχειώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малоумен, елементарен, елементарна, начално, елементарно, елементарни
στοιχειώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
элементарны, элементарнае, элемэнтарны
στοιχειώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elementaarne, algeline, elementaarsed, elementaarsete, alg-, elementaarse
στοιχειώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prost, osnovno, osnovnu, osnovan, elementaran, osnovni, ELEMENTARY, osnovnih, osnovna, elementarna
στοιχειώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunnskólum, grunn, ELEMENTARY, grunnskóla
στοιχειώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paprastas, elementarus, ELEMENTARY, Elementarioji, elementarių, pradinės
στοιχειώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienkāršs, elementārs, pamatskolas, pamatskola, elementāru
στοιχειώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
основното, основно, елементарните, основните, основни
στοιχειώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simplu, elementar, elementară, elementare, elementara, primară
στοιχειώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osnovna, elementarni, osnovno, osnovni, osnovnošolskega
στοιχειώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
základní, elementárne, elementárny, elementárnej, elementárnu, elementárna
Τυχαίες λέξεις