Розвалитися στα ελληνικά
Μετάφραση: розвалитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωριάζομαι, καταρρέω, καταρρέουν, καταρρέει, καταρρεύσει, διαλυθεί, διαλυθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- активізувати στα ελληνικά - ενεργοποιώ, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις
- баржа στα ελληνικά - μαούνα, κιβωτός, φορτηγίδα, φορτηγίδας, φορτηγίδες, φορτηγίδος, φορτηγίδων
- випускати στα ελληνικά - εκθλίβω, αναδίνω, αποβάλλω, εκπέμπω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, ...
- кийок στα ελληνικά - σκυτάλη, γκλομπ, μπαστούνι, μπαγκέτα, Μπίλι
Τυχαίες λέξεις
Розвалитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, καταρρέουν, καταρρέει, καταρρεύσει, διαλυθεί, διαλυθούν
Μεταφράσεις: σωριάζομαι, καταρρέω, καταρρέουν, καταρρέει, καταρρεύσει, διαλυθεί, διαλυθούν