Σωριάζομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: σωριάζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спад, болото, загибель, колапс, зруйнування, розвалитися, колапсу
Σωριάζομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωριάζομαι

σωριάζομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σωριάζομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σωπαίνω στα ουκρανικά - мовчання, бороти, переборювати, тиша, тримати, триматиме
  • σωρευτικός στα ουκρανικά - сукупний, нагромаджений, кумулятивний, сукупного
  • σωριάζω στα ουκρανικά - групувати, в'язка, клунок, пучок, пиломатеріали, необрізів, Двері
  • σωρός στα ουκρανικά - сардина, складатися, стік, книгосховище, складатись, стек, купа, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спад, болото, загибель, колапс, зруйнування, розвалитися, колапсу