Καταρρέω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καταρρέω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зруйнування, болото, спад, загибель, колапс, розвалитися, формувальник, формовщик
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταρρέω
καταρρέω ετυμολογία, καταρρέω αγγλικα, καταρρέω συνωνυμο, καταρρέω english, καταρρέω παπακωνσταντίνου, καταρρέω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καταρρέω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καταριέμαι στα ουκρανικά - прокльон, лаяти, проклинати, прокляття, вилаяти, проклін
- καταρράκτης στα ουκρανικά - потік, змочений, поріг, порожистий, гальмо, муаровий, розведений, ...
- καταρρακτώδης στα ουκρανικά - заливний, проливний, рясний, злива, зливи
- καταρροή στα ουκρανικά - катар, катарів, Катару, гастрит, катари
Τυχαίες λέξεις
Καταρρέω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зруйнування, болото, спад, загибель, колапс, розвалитися, формувальник, формовщик
Μεταφράσεις: зруйнування, болото, спад, загибель, колапс, розвалитися, формувальник, формовщик