Розводити στα ελληνικά

Μετάφραση: розводити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επώαση, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Розводити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будинковий στα ελληνικά - νοικοκυριών, νοικοκυριό, οικιακών, οικιακά, νοικο-
  • вершини στα ελληνικά - κάθετος, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
  • екстреміст στα ελληνικά - εξτρεμιστής, φανατικός, εξτρεμιστικές, εξτρεμιστικών, εξτρεμιστικά, εξτρεμιστική
  • кодола στα ελληνικά - καλώδιο, σκοινί, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών
Τυχαίες λέξεις
Розводити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επώαση, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής