Розводити στα ελληνικά
Μετάφραση: розводити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επώαση, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
![Розводити στα ελληνικά Розводити στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-16637.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- будинковий στα ελληνικά - νοικοκυριών, νοικοκυριό, οικιακών, οικιακά, νοικο-
- вершини στα ελληνικά - κάθετος, κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
- екстреміст στα ελληνικά - εξτρεμιστής, φανατικός, εξτρεμιστικές, εξτρεμιστικών, εξτρεμιστικά, εξτρεμιστική
- кодола στα ελληνικά - καλώδιο, σκοινί, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών
Τυχαίες λέξεις
Розводити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επώαση, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής
Μεταφράσεις: επώαση, ράτσα, φυλή, αναπαράγονται, αναπαραχθούν, φυλής