Λέξη: ράντισμα
Σχετικές λέξεις: ράντισμα
ράντισμα ελιάς, ράντισμα βερικοκιάς, ράντισμα με χαλκό, ράντισμα καρυδιάς, ράντισμα ντομάτας, ράντισμα αμπέλου, ράντισμα με τσουκνίδα, ράντισμα μηλιάς, ράντισμα αμπελιού, ράντισμα πατάτας
Συνώνυμα: ράντισμα
σπρέι, ψεκασμός, αφρός ύδατος, ψεγάδες ύδατος, ψεκαστήρ, κλυστήρ, πίδακας υγρού, κακολογία, συκοφαντία
Μεταφράσεις: ράντισμα
ράντισμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sprinkling, squirt, spray, aspersion, splat
ράντισμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chorro, arroja a chorros, chorrito, chorros, chorro de
ράντισμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berieselnd, spritzen, Spritzer, squirt, Spritz, sprizen
ράντισμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspersion, grain, once, jet, injecter, jaillir, Squirt, gicler
ράντισμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schizzo, schizzare, Eiaculazione femminile, Schizzate, spruzzo
ράντισμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esguicho, esguinche, esguincha, esguinchar, jato
ράντισμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spuiten, spuit, squirt, straal, verstuiven
ράντισμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дождевание, полив, брызганье, шприц, Squirt, Брызги, сквирт, струя
ράντισμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
squirt, sprute, sprut, skvett, spruter
ράντισμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
squirt, spruta, Squirt Nylon, skvätt, sprut
ράντισμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruiskia, ruiskuttaa, ruiskauttaa, suihkuta, ruiskuta
ράντισμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sprøjt, sprøjte, squirt, sprøjtning, sprøjter
ράντισμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
špetka, skrápění, pokropení, kropení, stříkat, prcek, squirt, stříkací, sumka
ράντισμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opylanie, odrobina, sypanie, deszczowanie, zraszanie, skrapianie, pokropienie, tryskać, Kobiece wytryski, obsikuje, trysk, obsikać
ράντισμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spriccel, Spricc, squirt, fecskendez, szórópalack
ράντισμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fışkırtma, bücür, nanemolla, fışkırma, fıskiye
ράντισμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бризкання, посипання, шприц, шприць
ράντισμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shiringë, curril, rrymë, shiringë të, çurg
ράντισμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
келеш, келешче, струя, шприц, спринцовка
ράντισμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпрыц, шпрыцам
ράντισμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
prits, squirt, sirts, pritsima, sirtsama
ράντισμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
špricati, mlaz vode, briznuti, squirt, poprskati
ράντισμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Squirt
ράντισμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trykšti, įžūlėlis, aplieti vandeniu, išsišokėlis, akiplėša
ράντισμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strūkla, Squirt, iznirelis, izšļākt
ράντισμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
келеш, бликам
ράντισμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jet, uda, squirt, parvenit, jetul
ράντισμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
squirt, Curek vode, Skrbeti, izbrizgovalna, brizg
ράντισμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
striekať, strieka