Розплата στα ελληνικά
Μετάφραση: розплата, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποινή, κύρωση, πρόστιμο, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού
Μεταφράσεις
- горн στα ελληνικά - σάλπιγγα, φούρνος, κλίβανος, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, ...
- затримання στα ελληνικά - κράτηση, κράτησης, την κράτηση, απαγόρευσης απόπλου, απαγόρευση απόπλου
- конопатьте στα ελληνικά - καλαφατίζω, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, συνθέσεων καλαφατίσματος
- лукавте στα ελληνικά - μάγκας, πανούργος, πανούργο, πονηρή, πανούργοι
Τυχαίες λέξεις
Розплата στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποινή, κύρωση, πρόστιμο, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού
Μεταφράσεις: ποινή, κύρωση, πρόστιμο, υπολογισμός, αναγνώριση, αναμέτρησης, υπολογισμό, απολογισμού