Ποινή στα ουκρανικά

Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розплата, кара, пенальті, справляння, покарання, штраф
Ποινή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποινή

ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ποινή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ποικιλία στα ουκρανικά - мікстури, відмінність, різнорідність, різноманіття, різноманітності, різноманітність, розмаїтість, ...
  • ποιμενικός στα ουκρανικά - пасторський, сільський, буколічний, пастораль, пасторальний
  • ποινικός στα ουκρανικά - кримінальний, штрафний, карний, каральний, Кримінального, Кримінальним
  • ποιότητα στα ουκρανικά - якості, якість
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розплата, кара, пенальті, справляння, покарання, штраф