Розпорошувати στα ελληνικά
Μετάφραση: розпорошувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδαπανώ, σπρέι, ψεκασμού, ψεκασμό, ψεκάζετε, ψεκάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- висадити στα ελληνικά - ξέσπασμα, ξεσπώ, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
- забобонний στα ελληνικά - δεισιδαίμονας, προληπτικός, δεισιδαίμων, δεισιδαίμονες, προληπτικούς, προληπτικοί
- луна στα ελληνικά - αντιλαλώ, αντίλογος, απαντώ, ανταπαντώ, μιμούμαι, αντήχηση, αντηχώ, ...
- машиніст στα ελληνικά - οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
Τυχαίες λέξεις
Розпорошувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδαπανώ, σπρέι, ψεκασμού, ψεκασμό, ψεκάζετε, ψεκάστε
Μεταφράσεις: καταδαπανώ, σπρέι, ψεκασμού, ψεκασμό, ψεκάζετε, ψεκάστε