Λέξη: ρήξη
Σχετικές λέξεις: ρήξη
ρήξη τενοντίου πετάλου, ρήξη μηνίσκου, ρήξη μήτρας αιτια, ρήξη θωρακικών μυών, ρήξη τυμπάνου, ρήξη αορτής, ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, ρήξη αχίλλειου τένοντα, ρήξη χιαστού, ρήξη μηνίσκου και χιαστού
Συνώνυμα: ρήξη
ρήγμα, αθέτηση, θραύση, παράβαση νόμου, διάρρηξη, θλάση, σπάσιμο, κήλη, αποκόλληση, απόσπαση τμήματος μάζας, αποκοπή
Μεταφράσεις: ρήξη
ρήξη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breakdown, rupture, breach, break, tear, rupture of
ρήξη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avería, ruptura, rotura, la ruptura, la rotura, ruptura de
ρήξη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
störfall, ausfall, aufschlüsselung, panne, betriebsstörung, Bruch, Abbruch, Ruptur
ρήξη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décomposition, découpage, désintégration, avarie, dislocation, défaillance, rupture, désagrégation, effondrement, panne, accident, la rupture, une rupture, de rupture, rupture de
ρήξη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panna, guasto, rottura, la rottura, di rottura, rottura della, rottura del
ρήξη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruptura, rotura, de ruptura, a ruptura, rompimento
ρήξη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, scheuring, scheuren, ruptuur, breken
ρήξη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
структура, разложение, излом, анализ, срыв, разбивка, развал, расчленение, разборка, авария, поломка, разрыв, разрыва, разрыве, разрывом, разрушение
ρήξη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ruptur, brudd, bruddet
ρήξη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bristning, ruptur, brott, brista
ρήξη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erittely, romahdus, repeämä, murtumisen, murtuminen, murtumasta, repeämiä
ρήξη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, ruptur, sprængning, bristning, briste
ρήξη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozklad, zhroucení, přerušení, rozbor, havárie, defekt, porucha, analýza, prasknutí, roztržka, ruptura, roztržení, protržení
ρήξη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przebicie, załamanie, zerwanie, upadek, awaria, niepowodzenie, rozpad, klęska, zestawienie, pęknięcie, przerwanie, pęknięcia
ρήξη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törés, szakadás, repedés, szakadási, ruptura
ρήξη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kopma, rüptürü, rüptür, kırılma, yırtılma
ρήξη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкладання, знесилення, розподіл, розрив, розривши
ρήξη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këputje, thyerje, këputje e, thyej, këputem
ρήξη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полока, скъсване, разкъсване, спукване, руптура, руптура на
ρήξη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разрыў, парыў
ρήξη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkuvarisemine, liigendus, rike, rebend, purunemiseni, rebeneda, rebenemine, rebenemise
ρήξη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispostavljanje, otvaranje, analiza, ruptura, rupture, prekid, puknuti, raskid
ρήξη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bilun, rof, Komi
ρήξη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trūkimas, trūkis, plyšimas, plyšimo, nutrūkimo apsauginis
ρήξη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plīsums, pārrāvums, tā neplīst
ρήξη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прекин, руптура, прскање, руптура на, руптурата
ρήξη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ruptură, ruptura, rupere, ruperea, rupturi
ρήξη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rupture, pretrganje, rupturo, počiti, ruptura
ρήξη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porucha, rozbor, havárie, analýza, prasknutie, prasknutiu, prasknutia, prasknutí, roztrhnutiu
Στατιστικά δημοτικότητας: ρήξη
Τυχαίες λέξεις