Розрізняти στα ελληνικά

Μετάφραση: розрізняти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναγνωρίζω, εκτιμώ, ουσιώδης, κατανοώ, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Розрізняти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бийте στα ελληνικά - προνύμφη, κάμπια, μαστιγώνω, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, ...
  • заборону στα ελληνικά - απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
  • запихати στα ελληνικά - πυγμαχώ, κουτί, κάσα, υλικό, πράγματα, ουσία, τα πράγματα, ...
  • линяння στα ελληνικά - ανάχωμα, τριχορροώ, πτερορρέω, MOLT, πτερόρροιας, πτερόρροια
Τυχαίες λέξεις
Розрізняти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναγνωρίζω, εκτιμώ, ουσιώδης, κατανοώ, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση