Λέξη: επείγων
Σχετικές λέξεις: επείγων
επείγων κλιση, επείγων επείγον, επείγων ή επείγον, κατ επείγων, ο επείγων
Συνώνυμα: επείγων
κατεπείγων, απαιτητικός, παρών, άμεσος, εντατικός, κουραστικός, σφοδρός
Μεταφράσεις: επείγων
επείγων στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
urgent, pressing, urgency, emergency, an urgent
επείγων στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
urgente, perentorio, apremiante, urgencia, urgentes, de urgencia, urgente de
επείγων στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwingend, vorrangig, dringend, vordringlich, dringlich, dringende, dringenden, dringender
επείγων στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laborieux, impérieux, studieux, appliqué, assujettissant, assidu, pressant, urgent, instant, diligent, urgence, urgente, d'urgence, urgentes
επείγων στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
urgente, incalzante, impellente, urgenza, urgenti, d'urgenza, urgentemente
επείγων στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instar, urgir, urgente, urgentes, urgência, de urgência, premente
επείγων στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brandend, dringend, urgent, spoedeisend, dringende, urgente
επείγων στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
упорный, безотлагательный, назойливый, настоятельный, насущный, экстренный, вздымающийся, настойчивый, первоочередной, срочный, спешный, неотложный, срочно, актуальной, срочная, настоятельная
επείγων στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
haster, presser, presserende, akutt, påtrengende
επείγων στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brådskande, angelägen, akut, angeläget, akuta, trängande
επείγων στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiireellinen, hätäinen, kiireellisiä, kiireellistä, kiireellisesti, kiireelliset
επείγων στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
presserende, uopsættelig, påtrængende, hastende, haster
επείγων στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
urgentní, naléhavý, pilný, nutkavý, snažný, nutný, akutní, neodkladný, naléhavé, naléhavá, naléhavě, naléhavou
επείγων στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nagły, usilny, naglący, pilny, pilne, pilna, pilną
επείγων στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sürgős, sürgősen, sürgető, sürgősségi, sürgıs
επείγων στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acil, acil bir, acilen, ivedi
επείγων στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
настирливий, наполегливий, заповзятий, нагальний, строковий, терміновий, термінове
επείγων στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
urgjent, urgjente, ngutshme, urgjente për, e ngutshme
επείγων στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спешно, спешен, спешна, спешни, спешната
επείγων στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэрміновы, тэрміновую, Срочный, тэрміновая, тэрміновага
επείγων στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiire, edasilükkamatu, kiireloomuline, pakiline, tungiv, kiireloomuliste
επείγων στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nužan, nametljiv, nasrtljiv, urgentan, hitan, hitno, hitna, hitne, žurno
επείγων στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áríðandi, brýn, Urgent, Áríðandi, brýnt, aðkallandi
επείγων στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skubus, skubiai, neatidėliotinas, skubių, skubios
επείγων στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
steidzams, neatliekams, steidzami, steidzama, steidzamu, neatliekama
επείγων στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
итна, итни, итно, итната, итните
επείγων στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urgent, urgentă, urgență, urgente, de urgență
επείγων στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nujno, nujen, nujna, nujni, nujne
επείγων στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urgentní, naliehavý, naliehavého, naliehavá, naliehavé, naliehavú
Τυχαίες λέξεις