Ром στα ελληνικά

Μετάφραση: ром, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Ром στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брама στα ελληνικά - θύρα, στεφάνι, πύλη, λήμμα, είσοδος, αυλόπορτα, καταχώρηση, ...
  • драгуни στα ελληνικά - φαιός, γκρίζος, Δράκοι, Dragoons
  • заготовляти στα ελληνικά - παστώνω, θεραπεύω, αλατίζω, καπνίζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, ...
  • карабін στα ελληνικά - δράκος, καραμπίνα, carbine, τύπου καραμπίνας, τυφέκιο, αραβίδα
Τυχαίες λέξεις
Ром στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που