Λέξη: αυτοκτονία

Συνώνυμα: αυτοκτονία

αυτοχειρία, αυτοκτόνος, αυτόχειρ

Μεταφράσεις: αυτοκτονία

αυτοκτονία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suicide, of suicide, suicidal, committing suicide

αυτοκτονία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suicidio, suicida, el suicidio, de suicidio, suicidarse

αυτοκτονία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
suizid, Selbstmord, Suizid

αυτοκτονία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suicidaire, suicide, suicidé, le suicide, suicider, de suicide, suicides

αυτοκτονία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
suicidio, il suicidio, suicida, suicidi, di suicidio

αυτοκτονία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suicídio, o suicídio, de suicídio, suicida, suicide

αυτοκτονία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelfmoord, zelfdoding, suïcide, zelfmoord te, bij zelfdoding

αυτοκτονία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самоубийство, самоубийца, самоубийства, самоубийств, самоубийством, суицид

αυτοκτονία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selvmord, selvmords, mordet, selvmordet

αυτοκτονία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
självmord, självmords, suicide, självmordet, suicid

αυτοκτονία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsemurha, itsemurhan, itsemurhaa, itsemurhaan, itsemurhien

αυτοκτονία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvmord, begå selvmord, at begå selvmord, af selvmord

αυτοκτονία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sebevrah, sebevražda, sebevraždu, sebevražedný, sebevraždy, o sebevraždu

αυτοκτονία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
samobójstwo, denat, samobójca, samobójstwa, samobójstwem, samobójstw

αυτοκτονία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öngyilkos, öngyilkosság, öngyilkossági, öngyilkosságot, az öngyilkosság

αυτοκτονία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
intihar, özkıyım, bir intihar, intiharı

αυτοκτονία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самогубство

αυτοκτονία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetëvrasja, vetëvrasje, vetëvrasës, vetëvrasjes, vetëvrasëse

αυτοκτονία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самоубийство, за самоубийство, самоубийството, самоубие, самоубийствата

αυτοκτονία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самагубства, самазабойства

αυτοκτονία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
enesetapp, enesetapja, enesetapu, enesetappude, suitsiidi, enesetappu

αυτοκτονία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
samoubistvo, suicid, samoubojstvo, samoubojstva, samoubojica

αυτοκτονία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfsvíg, sjálfsmorð, sjálfsvígstilraunir, sjálfsmorðsárás, sjálfsvígs

αυτοκτονία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savižudybė, savižudybės, savižudybių, nusižudyti, žudytis

αυτοκτονία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pašnāvība, pašnāvības, pašnāvību, pašnāvnieku, pašnāvnieks

αυτοκτονία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
самоубиство, самоубиствени, самоубиствен, самоубиствените, самоубиството

αυτοκτονία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sinucidere, suicid, sinuciderea, de suicid, de sinucidere

αυτοκτονία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samomor, samomora, samomorov, samomorilski, samomorilnosti

αυτοκτονία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samovražda, samovraždy, sebevražda

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτοκτονία

Τυχαίες λέξεις