Λέξη: γνωστό
Σχετικές λέξεις: γνωστό
γνωστό ως το νησί της αφροδίτης, γνωστό γ λυκείου, γνωστό τηλεπαρουσιαστή με την κοκαΐνη, γνωστό ποτό north, γνωστό ρούμι, γνωστό τηλεοπτικό πρόσωπο εμπλέκεται σε υπόθεση ναρκωτικών, γνωστό αντιπηκτικό φάρμακο προκαλεί θανάτους, γνωστό αρχαία β λυκείου, γνωστό μοντέλο βαθύ λαρύγγι μπροστά σε λουόμενους, γνωστό τοις πάσι
Μεταφράσεις: γνωστό
γνωστό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
known, famous, well known, know, known to
γνωστό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conocido, conocida, conocidos, conocidas, conoce
γνωστό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
können, wissen, kennen, bekannt, bekannten, bekannte, bekannter, vorhandene
γνωστό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connus, connue, connues, connu
γνωστό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conosciuto, noto, nota, conosciuta, noti
γνωστό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conhecido, conhecida, conhecidos, conhecidas, sabido
γνωστό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekend, bekende, gekende, een bekende, bekend is
γνωστό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заведомый, небезызвестный, знакомый, ведомый, известный, известно, известных, известны, известным
γνωστό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjent, kjente
γνωστό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
känd, kända, känt, bekant
γνωστό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunnistettu, tietty, tunnettu, tuttu, tunnettujen, tunnetun, tunnetuilla, tunnetulla
γνωστό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kendt, kendte, en kendt
γνωστό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
známý, známá, známým, známo, známých
γνωστό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiadomy, wiadoma, poznawać, znany, znane, znanych, znana, znanym
γνωστό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ismert, az ismert, ismertek
γνωστό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilinen, bilinen bir, tanınan, belli
γνωστό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знання, відомий
γνωστό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njohur, i njohur, të njohur, dihet, njohura
γνωστό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
известния, известен, познат, известна, известно, известни
γνωστό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вядомы
γνωστό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuntud, teadaolev, teada, teadaoleva, teadaolevate
γνωστό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poznato, znamenita, poznata, poznatim, poznatom, poznat, poznati, poznatih
γνωστό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þekkt, þekkta, vitað, þekktur, þekktar
γνωστό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žinomas, žinoma, nežinomas, žinomi, žinomų
γνωστό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zināms, zināma, zināmais, zināmas, zināmā
γνωστό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
познати, познат, позната, познатите, познато
γνωστό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cunoscut, cunoscută, cunoscute, cunoscuta, cunoscuți
γνωστό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
znan, znano, znana, znani, znane
γνωστό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
známy, známe