Різко στα ελληνικά
Μετάφραση: різко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόχειρα, έξυπνα, σύντομα, κοφτά, απότομα, κατακόρυφα, σημαντικά, έντονα, αισθητά
Μεταφράσεις
- випробувати στα ελληνικά - πάσχω, υποφέρω, παθαίνω, ελέγχω, εμπειρία, δοκιμή, δοκιμής, ...
- глушитель στα ελληνικά - σιγαστήρας, σιγαστήρα, σιλανσιέ, του σιγαστήρα, εξάτμιση
- змовчати στα ελληνικά - μουσκεύω, εμποτίζω, παραμένουν σιωπηλοί, παραμείνει σιωπηλός, παραμείνει σιωπηλή, παραμείνει σιωπηλό, παραμείνουμε σιωπηλοί
- консультативний στα ελληνικά - συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές
Τυχαίες λέξεις
Різко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόχειρα, έξυπνα, σύντομα, κοφτά, απότομα, κατακόρυφα, σημαντικά, έντονα, αισθητά
Μεταφράσεις: πρόχειρα, έξυπνα, σύντομα, κοφτά, απότομα, κατακόρυφα, σημαντικά, έντονα, αισθητά