Салон στα ελληνικά
Μετάφραση: салон, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαζί, θαλαμίσκος, καμπίνα, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου
Μεταφράσεις
- близькість στα ελληνικά - ομόνοια, παραγγελιοδόχος, αισχρός, φαύλος, εξευμενίζω, εγγύτητα, εγγύτητας, ...
- врядування στα ελληνικά - τιμόνι, γραφείο, πηδάλιο, κυρίαρχος, θώκος, διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, ...
- грач στα ελληνικά - απατεών, απατώ, κορώνη, κουρούνα, κορόιδο
- гуси στα ελληνικά - χήνες, χηνών, τις χήνες, χήνας, οι χήνες
Τυχαίες λέξεις
Салон στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαζί, θαλαμίσκος, καμπίνα, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου
Μεταφράσεις: μαγαζί, θαλαμίσκος, καμπίνα, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου