Λέξη: θυελλώδης
Σχετικές λέξεις: θυελλώδης
θυελλώδης συνώνυμα
Συνώνυμα: θυελλώδης
τρικυμιώδης, πολυτάραχος, βροντώδης, εκκωφαντικός, κεραυνοβόλος
Μεταφράσεις: θυελλώδης
θυελλώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acrimonious, turbulent, squally, stormy, tempestuous, thunderous, windy
θυελλώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acrimonioso, turbulento, squally, borrascoso, borrascosa, borrasca
θυελλώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erbittert, stürmisch, böig, squally, böigen, böigem
θυελλώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mouvementé, austère, acéré, aigre, acrimonieux, rude, virulent, houleux, tumultueux, impétueux, agité, frénétique, tempétueux, inquiet, acerbe, caustique, orageux, GRAINS, A GRAINS, TEMPS A GRAINS, squally
θυελλώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
turbolento, accanito, squally, burrascoso, raffiche, tempo burrascoso, a raffiche
θυελλώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tempestuoso, borrascoso, squally
θυελλώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buiig, squally, vlagerige, vlagerig
θυελλώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
желчный, язвительный, непокорный, буйный, беспокойный, саркастический, бурливый, бушующий, бурно, въедливый, бурный, шквалистый, шквальный, шквалистого, порывистый
θυελλώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
squally
θυελλώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byig
θυελλώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärkevä, katkera, kirpeä, karvas, hurja, piikikäs, puuskainen, squally, tuulinen
θυελλώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
squally
θυελλώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nerudný, nepokojný, bouřlivý, uštěpačný, neklidný, příkrý, strohý, prudký, rozbouřený
θυελλώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cierpki, burzliwy, zaciekły, zgryźliwy, zgiełkliwy, zjadliwy, niesforny, turbulentny, niespokojny, gwałtowny, buntowniczy, uszczypliwy, sztormowy, szkwalisty, squally
θυελλώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
duhaj, turbulens, szélrohamos, viharos
θυελλώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırtınalı, squally, boralı
θυελλώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
буйний, непокірний, неспокійний, уїдливий, бурхливий, шквалистий, шквальний
θυελλώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me stuhi, stuhi
θυελλώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ревящ
θυελλώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шквалісты
θυελλώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
turbulentne, terav, küüniline, keeriseline, kibestunud, Tuulega, Puuskainen
θυελλώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
turbulentna, zajedljiv, buran, turbulentan, jedak, nemiran, razdražljiv, kružan, olujni, zlokoban
θυελλώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
squally
θυελλώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
audrotas, viesuliškas, audringas, Sztormowy, Szkwalisty
θυελλώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
squally
θυελλώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
squally
θυελλώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
squally
θυελλώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
turbulentní, Olujni, Zlokoban
θυελλώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
turbulentní, búrlivý, búrlivému
Τυχαίες λέξεις