Скасувати στα ελληνικά
Μετάφραση: скасувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνω, κοπάζω, εξέγερση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Μεταφράσεις
- вимогливий στα ελληνικά - δύσκολος, απαιτητικός, απαιτητικές, απαιτητικό, αυστηρές, απαιτητικά
- дегенерат στα ελληνικά - εκφυλίζομαι, έκφυλος, εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
- дезертир στα ελληνικά - φυγάς, φυγόδικος, λιποτάκτης, λιποτάκτη, αποστάτη, deserter, λιποτάκτη που
- дозволяти στα ελληνικά - άδεια, υποτροφία, υποφέρω, επίδομα, παθαίνω, ανέχομαι, επιτρέπω, ...
Τυχαίες λέξεις
Скасувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνω, κοπάζω, εξέγερση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Μεταφράσεις: μειώνω, κοπάζω, εξέγερση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε