Скоряти στα ελληνικά
Μετάφραση: скоряти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акордний στα ελληνικά - συμφωνία, συγκατάθεση, χορδή, συγχορδία, χορδής, χορδών, απήχηση
- великий στα ελληνικά - απίθανος, εκούσια, εκτεταμένος, εκουσίως, κατατάσσω, αισχρός, βαθμός, ...
- вирізка στα ελληνικά - αποφάγια, κοπής, κοπή, τεμαχισμού, κοπτική, κόψιμο
- дискримінаційний στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, οξυδερκής, διακριτική, διάκρισης
Τυχαίες λέξεις
Скоряти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Μεταφράσεις: κατακτώ, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν