Λέξη: καλοσύνη
Σχετικές λέξεις: καλοσύνη
καλοσύνη συνώνυμα, καλοσύνη των ξένων, καλοσύνη ετυμολογία, καλοσύνη πεθανε, καλοσύνη λεξικό, καλοσύνη σου, καλοσύνη ορισμός, καλοσύνη αποφθέγματα, καλοσύνη σου - νότης σφακιανάκης, καλοσύνη σου lyrics
Συνώνυμα: καλοσύνη
επιείκεια, θεούλη, καλωσύνη, αγαθότης, αγαθότητα, ευγένεια, φιλανθρωπία, αγαθοεργία
Μεταφράσεις: καλοσύνη
καλοσύνη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benevolence, goodness, kindness, kindly, kind enough
καλοσύνη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
benevolencia, bondad, la bondad, Dios, a Dios, el bien
καλοσύνη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wohlwollen, Güte, Gute, Guten, Gott sei, das Gute
καλοσύνη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faveur, bienfaisance, amitié, charité, bonté, amabilité, bienveillance, complaisance, la bonté, bien, Dieu, qualité
καλοσύνη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bontà, bene, la bontà, il bene, di bontà
καλοσύνη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bondade, bem, Deus, a bondade, bens
καλοσύνη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
welwillendheid, goedheid, goede, de goedheid, het goede, goedertierenheid
καλοσύνη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоволение, щедрость, великодушие, благотворительность, доброжелатель, благожелательность, доброжелательность, человеколюбие, милосердие, благосклонность, доброжелательство, приверженность, привязанность, доброта, доброкачественность, благость, добро, добра
καλοσύνη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velvilje, godhet, og lov, lov, godheten
καλοσύνη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välvilja, godhet, lov, och lov, godheten, goda
καλοσύνη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyväntahtoisuus, hyvyys, hyvyyttä, hyvyyden, hyvyydestä, Luojan
καλοσύνη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godhed, goodness, det gode
καλοσύνη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobročinnost, shovívavost, laskavost, blahovůle, dobrota, dobro, dobroty, dobrotu, bože
καλοσύνη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
życzliwość, dobroczynność, dobroć, dobroci, dobro, Boże, Bogu
καλοσύνη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jótékonyság, jóság, jóságát, a jóság, jósága, jóságának
καλοσύνη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyilik, iyiliği, Tanrım, goodness, Allahım
καλοσύνη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прихильність, доброзичливість, милосердя, доброта
καλοσύνη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirësi, mirësia, mirësia e, mirësinë, mirësisë
καλοσύνη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброта, добрина, благост, добротата, милост
καλοσύνη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дабрыня, дабрата, доброта, спагада, дабрыні
καλοσύνη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heatahtlikkus, heasoovlikkus, headus, headust, headuse, headuses, headusele
καλοσύνη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrohotnost, dobročinstvo, dobronamjernost, dobrota, dobrote, dobrotu, dobroti, Bože
καλοσύνη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
góðvild, gæsku, gæska, gæfa, kærleikur
καλοσύνη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
benevolentia
καλοσύνη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gėris, gerumas, gerumo, gerumą, gėrio
καλοσύνη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labsirdība, laipnība, labestību, labestība, Dievs
καλοσύνη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
добрина, добрината, благост, милосрдноста, доброто
καλοσύνη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bunăvoinţă, bunătate, bunătatea, bunătății, bunatatea, bunatate
καλοσύνη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
laskavost, dobrota, dobroto, dobrote, dobrotljivost, bog
καλοσύνη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrota, dobrotivosť, dobroty, dobro, dobrote