Слововживання στα ελληνικά
Μετάφραση: слововживання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арбітр στα ελληνικά - διαιτητής, αναγωγή, αναφορά, διαιτητή, διαιτητή να, ο διαιτητής
- жилети στα ελληνικά - γιλέκα, φανελάκια, φανέλες, κατοχυρώνεται, γιλέκων
- захворілий στα ελληνικά - άρρωστος, κακής, άρρωστοι, άρρωστο, της κακής
- кермуйте στα ελληνικά - kermuyte
Τυχαίες λέξεις
Слововживання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, η χρήση
Μεταφράσεις: χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρήση του, η χρήση