Λέξη: σκανδάλη
Σχετικές λέξεις: σκανδάλη
σκανδάλη μεταξία, σκανδάλη στίχοι, σκανδάλη αγγλικα, σκανδάλη μαρίτα, σκανδάλη πρωτοψάλτη, σκανδάλη δήμητρα, σκανδάλη διπλής ενέργειας, σκανδάλη ψαροντούφεκου, σκανδάλη κατερίνα, βίκυ σκανδάλη
Συνώνυμα: σκανδάλη
σφυρί, σφύρα, σφυρίο, σκανδάλη όπλου
Μεταφράσεις: σκανδάλη
σκανδάλη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trigger, the trigger, trigger is
σκανδάλη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disparador, gatillo, desencadenante, trigger, gatillo de
σκανδάλη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abzugsbügel, hahn, abzug, auslöseimpuls, auslöser, Auslöser, Abzug, Trigger, Auslöse
σκανδάλη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déclencheur, déclenchent, gâchette, déclenchez, déclenchons, détente, déclenchement, trigger
σκανδάλη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scatto, grilletto, innesco, di trigger, attivazione
σκανδάλη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
triciclo, disparador, gatilho, trigger, de disparo, acionador
σκανδάλη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trekker, Trigger
σκανδάλη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собачка, гашетка, триггер, триггера, запуска, спусковой, курок
σκανδάλη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avtrekker, trigger, utløser, utløse, avtrekkeren, utløseren
σκανδάλη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avtryckare, utlösare, utlösaren, trigg, trigger
σκανδάλη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liipaisin, laukaisin, laukaista, liipaisinta, liipaisimen, laukaisinta
σκανδάλη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trigger, udløser, aftrækkeren, udløse, triggeren
σκανδάλη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spoušť, kohoutek, spouštěcí, trigger, spouštění, spouště
σκανδάλη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hamulec, wyzwalać, wyzwalacz, cyngiel, przerzutnik, cyrkiel, rozpętać, spust, przyczyna, wywoływać, wyzwalania, wyzwalacza
σκανδάλη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kioldógomb, kioldó, ravasz, ravaszt, kiváltó, indító
σκανδάλη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tetik, tetikleyici, tetikleme, tetiği, tetikli
σκανδάλη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тригер, триггер, трігер
σκανδάλη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gishtëz, këmbëz, shkaktojë, të shkaktojë, shkas
σκανδάλη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тригер, спусъка, спусък, задейства, предизвика
σκανδάλη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трыгер
σκανδάλη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päästik, vallandada, päästiku, käivitushinnast, päästikule
σκανδάλη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvaka, obarač, hvataljka, okidač, okidača, pokretač, povod, trigger
σκανδάλη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kveikja, Trigger, kalla, birta, kveikt
σκανδάλη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaidukas, sukelti, ribinė, kritinis, gaiduką
σκανδάλη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sliekšņa, sprūda, kontrolslieksnis, mēlīte, trigger
σκανδάλη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
активирањето, чкрапалото, активирањето на, активира, предизвика
σκανδάλη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trăgaci, declanșare, de declanșare, declanșator, trigger
σκανδάλη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sprožilec, sprožilni, sprožilca, povod, sprožitvena
σκανδάλη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spúšť, spúšte, snímania, katastrofu