Спонукувати στα ελληνικά

Μετάφραση: спонукувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προτρέπω, διεγείρω, παρακινώ, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ανακατεύετε, ανακατεύουμε
Спонукувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • квартал στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, τέταρτο, τρίμηνο, τριμήνου, συνοικία
  • командире στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, ο διοικητής, τον διοικητή
  • ліс στα ελληνικά - δάσος, ξυλεία, του, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
  • меджліс στα ελληνικά - Majlis, Μάτζλις, Ματζλίς, στην Majlis
Τυχαίες λέξεις
Спонукувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προτρέπω, διεγείρω, παρακινώ, ταραχή, ανάδευσης, αναδεύσεως, ανακατεύετε, ανακατεύουμε