Λέξη: σημείωμα

Σχετικές λέξεις: σημείωμα

σημείωμα κατάταξης, σημείωμα στα ασφαλιστικά μέτρα, σημείωμα για ανατροπή κατάσχεσης, σημείωμα ασφαλιστικά μέτρα υπόδειγμα, σημείωμα αίτησης αναστολής, σημείωμα ασφαλιστικών μέτρων, σημείωμα για πληρωμή, σημείωμα ασφαλιστικών μέτρων νομής, σημείωμα ασφαλιστικών μέτρων υπόδειγμα, σημείωμα ασφαλιστικών, βιογραφικό σημείωμα, βιογραφικό, βιογραφικο σημείωμα, βιογραφικό σημείωμα πρότυπο, βιογραφικο σημειωμα, βιογραφικό σημείωμα υπόδειγμα, βιογραφικο σημείωμα πρότυπο, βιογραφικό σημείωμα europass, βιογραφικό σημείωμα φορμα, εκκαθαριστικό σημείωμα

Συνώνυμα: σημείωμα

είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, υπόμνημα, σημείωση, νότα, διάκριση, παρατήρηση, προσοχή, τσιμπούρι, σημάδι, στρωματόπανο, στρωματσόπανο, τίκ, ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων

Μεταφράσεις: σημείωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
memo, note, memorandum, a note, notice
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
membrete, nota, la nota, nota de, billete
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
notiz, aktenvermerk, anmerkung, hinweis, Note, Anmerkung, Notiz, Kenntnis
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
communication, note, annotation, notice, remarque, acte, la note, billet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nota, atto, commento, note, nota di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nota, nota de, observação, de nota, bilhete
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
notitie, noot, aantekening, nota, biljet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
меморандум, записка, заметка, примечание, нота, замечание
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
note, notat, notatet, oppmerksom, merknad
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
not, anteckning, anmärkning, notera, noterar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muistiinpano, mietintö, muistio, huomautus, huomata, merkille, merkintä, note
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
note, notat, efterretning, til efterretning, bemærkning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sdělení, poznámka, note, poznã, poznámka k, list
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawiadomienie, notatka, uwaga, nuta, nota, list
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jegyzet, MEGJEGYZÉS, tudomásul, feljegyzés, feljegyzést
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
not, notu, DİPNOT, nota, note
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нагадування, замітка, Примітка, помітка, Зберегти, нотатка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shënim, shënimi, note, notë, shënim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
меморандум, забележка, бележка, нота, внимание, за сведение
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нататка, заметка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeldetuletus, märge, märkus, teadmiseks, märkuses, märkuse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dopis, memorandum, bilješka, NAPOMENA, note, nota, zabilješka
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ATH, athugið, huga, athugasemd, N ATH
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pastaba, pastabą, pastaboje, pažyma, užrašas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piezīme, piezīmi, ņemiet vērā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Забелешка, белешка, нота, белешката, предвид
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
notă, act, nota, note, notă de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opomba, note, opozorilo, opombo, nota
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poznámka, poznámku, komentár, poznámke

Στατιστικά δημοτικότητας: σημείωμα

Τυχαίες λέξεις