Спорожнити στα ελληνικά

Μετάφραση: спорожнити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Спорожнити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • боязкість στα ελληνικά - δειλία, ατολμία, συστολή, τη δειλία, ατολμίας
  • бризки στα ελληνικά - πιτσυλίζω, πιτσιλίσματα, splatter, σπλάτερ, πιτσιλίσματος
  • вдаряти στα ελληνικά - μπουφές, χτυπώ, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, ...
  • жорстокість στα ελληνικά - κτηνωδία, αυστηρότητα, τυραννία, απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Спорожнити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές