Λέξη: μηχανουργός
Σχετικές λέξεις: μηχανουργός
μηχανουργός ιεκ
Συνώνυμα: μηχανουργός
μηχανικός
Μεταφράσεις: μηχανουργός
μηχανουργός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
machinist, mechanic
μηχανουργός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maquinista, mecánico, operario, machinist, maquinista de
μηχανουργός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maschinist, maschinennäherin, Maschinist, Maschinenschlosser, Maschinen, Maschinisten
μηχανουργός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
machiniste, mécanicien, machinist, de machiniste, machiniste de
μηχανουργός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macchinista, Machinist, uomo senza sonno, macchinista che, capo macchinista
μηχανουργός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maquinista, Operador, Machinist, mecânico, Operário
μηχανουργός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
machinist, precisiewaterpassen, de Machinist, precisiewaterpas, Machinist van
μηχανουργός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
механик, машинист, слесарь, инженер, машиностроитель, мужественность, машинистом, машиниста
μηχανουργός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maskinist, machinist, maskinisten
μηχανουργός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
machinist, maskinist, maskinisten, Mekaniker, Verkstadsmekaniker
μηχανουργός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koneenkäyttäjä, Machinist, koneistaja, koneistajan, koneenhoitaja
μηχανουργός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
maskinist, maskinarbejder, machinist, maskinarbejderen, maskinbrugeren
μηχανουργός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mechanik, strojník, obráběč, obráběč kovů, strojníka, strojníkem
μηχανουργός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szwaczka, mechanik, maszynista, Machinist, mechanikiem
μηχανουργός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gépész, gépkezelő, gépszerelő, gépészként, machinist
μηχανουργός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
makinist, machinist, makinistliği, makineci, adet makinist
μηχανουργός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
механообробна, машиніст, машинист, машиніста
μηχανουργός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mekanik, axhustator, makine qepëse, drejtues makinash metalprerëse, makinist
μηχανουργός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
машинист, механик, шлосер, машинен шлосер
μηχανουργός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
машыніст
μηχανουργός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
masinal töötaja, masinist, masinal, Masina ehitaja, masinist kasutada
μηχανουργός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mehaničar, bravar, mahaničar, strojovođa, strojar, strojara
μηχανουργός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
machinist
μηχανουργός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
staklininkas, machinist, šaltkalvis, mašinistas, kvalifikuotas darbininkas
μηχανουργός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atslēdznieks, mašīnists, mašīnistu, Machinist
μηχανουργός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
машинист
μηχανουργός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mașinist, mecanic, masinist, lăcătuș, de lăcătuș
μηχανουργός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strojník, strojnik, strojovodja, machinist
μηχανουργός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výrobca, strojník, mechanik, inžinier
Τυχαίες λέξεις