Споруджувати στα ελληνικά
Μετάφραση: споруджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, ανεγείρω, ορθώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις
- багатоскладовий στα ελληνικά - πολυσύλλαβος, πολυσύλλαβες
- виводитися στα ελληνικά - επώαση, επωαστούν, επωαστεί, επωάζονται, επωάζεται
- зв'язний στα ελληνικά - συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
- крапля στα ελληνικά - σταλάζω, ρανίδα, ωτακουστώ, χάντρα, καταβρέχω, ουγκιά, στάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Споруджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, ανεγείρω, ορθώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, ανεγείρω, ορθώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει