Ανεγείρω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανεγείρω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вертикальний, споруджувати, спорудити, прямий, підняти, підвищити, порушити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεγείρω
ανεγείρω συνωνυμα, ανεγείρω λεξικο, ανεγείρω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανεγείρω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανεβάζω στα ουκρανικά - прискорити, рекламування, підвищення, штовхати нагору
- ανεβαίνω στα ουκρανικά - вали, підніматися, здійматись, підніміться, здійматися, піднятися, лізти, ...
- ανεγκέφαλος στα ουκρανικά - безглуздий, дурний, аненцефалія
- ανειλικρινής στα ουκρανικά - дріб'язковий, беззмістовний, маловажний, незначний, нещирий, нещира
Τυχαίες λέξεις
Ανεγείρω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вертикальний, споруджувати, спорудити, прямий, підняти, підвищити, порушити
Μεταφράσεις: вертикальний, споруджувати, спорудити, прямий, підняти, підвищити, порушити