Λέξη: διερεύνηση

Σχετικές λέξεις: διερεύνηση

διερεύνηση αεροπορικών ατυχημάτων, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών ενηλίκων, διερεύνηση συνώνυμο, διερεύνηση αναιμίας, διερεύνηση στα αγγλικά, διερεύνηση αντωνυμο, διερεύνηση του κοινωνικού και παιδαγωγικού ρόλου του ολοήμερου δημοτικού σχολείου, διερεύνηση εκπαιδευτικών αναγκών, διερεύνηση εργατικού ατυχήματος, διερεύνηση στρατηγικών για τη δικτύωση αστικών παρεμβάσεων στο μητροπολιτικό κέντρο αθηνών

Μεταφράσεις: διερεύνηση

διερεύνηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
investigation, exploration, investigate, explore, investigating

διερεύνηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pesquisa, investigación, encuesta, examen, de investigación, la investigación, investigación de, investigaciones

διερεύνηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachforschung, recherche, erforschung, untersuchung, Untersuchung, Untersuchungs, Untersuchungen, Ermittlungen

διερεύνηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
information, exploration, observation, investigation, recherche, enquête, étude, examen, enquêtes, l'enquête

διερεύνηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
investigazione, ricerca, indagine, inchiesta, dell'inchiesta

διερεύνηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
investigar, exame, teste, investigação, prova, inquérito, de inquérito, de investigação, investigações

διερεύνηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderzoek, examen, keuring, onderzoektijdvak, onderzoek naar, het onderzoek, onderzoeksprocedure

διερεύνηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
следствие, изыскания, исследование, расследование, розыск, разбирательство, обследование, расследования, изучение

διερεύνηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
granskning, etterforskning, gransking, etterforskningen, undersøkelse, undersøkelsen

διερεύνηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utredning, undersökning, undersökningen, utredningen, undersökningsperioden

διερεύνηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katsaus, tiedustelu, kysely, selvitys, tutkimus, tutkimuksen, tutkimuksessa, tutkimusajanjakson, tutkinnan

διερεύνηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undersøgelse, undersøgelsen, undersøgelsesperioden, efterforskning, undersøgelsesprocedure

διερεύνηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkoumání, vyhledávání, vyšetření, průzkum, šetření, výzkum, vyšetřování, pátrání, Šetřením, vyšetřovací

διερεύνηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontrola, rozpatrzenie, rozpatrywanie, dociekanie, śledztwo, dochodzenie, badanie, dochodzenia, dochodzeniu

διερεύνηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmélyedés, tanulmányozás, vizsgálat, vizsgálati, vizsgálatot, vizsgálatban, vizsgálata

διερεύνηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soruşturma, araştırma, inceleme, incelenmesi, soruşturması

διερεύνηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дослідження, вивчення

διερεύνηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjurmim, hetim, hetimi, hetimet, hetim i, hetimi i

διερεύνηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разследване, разследването, проучване, изследване

διερεύνηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даследаванне, даследаванні, дасьледаваньне

διερεύνηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juurdlus, uurimine, uurimise, uurimist, uurimises, uurimise käigus

διερεύνηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istraži, ispitivanje, istražnih, istraživanje, istraga, istrage, istragu

διερεύνηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rannsókn, rannsóknin, rannsóknir, rannsaka, rannsóknar

διερεύνηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyrimas, tyrimą, tyrimo, tyrimai, tyrimu

διερεύνηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izmeklēšana, izmeklēšanas, izmeklēšanā, izmeklēšanu, izpēte

διερεύνηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истрагата, истрага, испитување, истражување, истражни

διερεύνηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anchetă, investigație, investigare, investigații, anchete

διερεύνηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preiskava, preiskava je, preiskave, preiskavo, preiskavi

διερεύνηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výskum, vyšetrovanie, vyšetrovania, vyšetrovaní, vyšetrovaniach

Στατιστικά δημοτικότητας: διερεύνηση

Τυχαίες λέξεις