Спостерігати στα ελληνικά

Μετάφραση: спостерігати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλαδάκι, όραση, ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Спостерігати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • втечіть στα ελληνικά - κλέβω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
  • дезинфікуйте στα ελληνικά - απολυμαίνω, απολυμαίνει, καθαρίζει
  • замислити στα ελληνικά - πρόγραμμα, σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
  • кататися στα ελληνικά - αναβάτης, βόλτα, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση
Τυχαίες λέξεις
Спостерігати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλαδάκι, όραση, ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε