Λέξη: σαρκοβόρος
Συνώνυμα: σαρκοβόρος
σαρκοφάγος
Μεταφράσεις: σαρκοβόρος
σαρκοβόρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carnivorous, flesh eating
σαρκοβόρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnívoro, carnívoros, carnívora, carnívoras, carnívoros de
σαρκοβόρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Fleisch fressend, fleischfress, fleischfressende, fleischfressenden, Fleisch fressende
σαρκοβόρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carnassier, carnivore, carnivores, carnassiers, carnassière
σαρκοβόρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carnivoro, carnivori, carnivora, carnivore, carnivori da
σαρκοβόρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carnívoro, carnívoros, carnívora, carnivorous, carnívoras
σαρκοβόρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vleesetend, vleesetende, carnivore, carnivoor, vleeseters
σαρκοβόρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плотоядный, плотоядных, плотоядными, плотоядные, плотоядное
σαρκοβόρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøttetende, kjøttet, carnivorous
σαρκοβόρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
köttätande, carnivorous, köttätare, ätande, av köttätande
σαρκοβόρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lihansyöjä, lihansyöjä-, carnivorous, lihansyöjäkaloja, lihaa syövien
σαρκοβόρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kødædende, kødædere, carnivorous, rovfisk, rovdyr
σαρκοβόρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
masožravý, masožravých, masožravá, masožravé, masožraví
σαρκοβόρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mięsożerny, mięsożerne, mięsożernych, mięsożernych zwierząt, drapieżne
σαρκοβόρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
húsevő, ragadozó, húsevõ, a húsevő, a ragadozó
σαρκοβόρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etobur, etçil, etçil bir, etobur bir, carnivorous
σαρκοβόρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хижий, м'ясоїдний
σαρκοβόρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mishngrënës
σαρκοβόρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
месояден, месоядни, хищни, хищници, месоядните
σαρκοβόρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пажадлівы
σαρκοβόρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karnivoorne, lihasööja-, lihatoidulistele, mittelihatoiduliste, lihasööjate, lihasööja
σαρκοβόρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesožder, mesožderan, mesožderska, mesojedne, mesožderke
σαρκοβόρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjötætur
σαρκοβόρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsėdis, mėsėdžius, mėsėdžių, mėsėdžiams, mėsėdžiai
σαρκοβόρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaļēdajs, gaļēdāju, gaļēdāji, plēsēji
σαρκοβόρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месојади, месојадни, месојаден, се месојади
σαρκοβόρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
carnivor, carnivore, carnivori, carnivora, carnivore cu
σαρκοβόρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mesojede, mesojeda, mesojedi, mesojedo, mesojedih
σαρκοβόρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mäsožravý
Τυχαίες λέξεις