Стукати στα ελληνικά
Μετάφραση: стукати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάταγος, άπληστος, κροτώ, χτυπώ, χτύπημα, κτύπος, κρούω, χτυπήσει
Μεταφράσεις
- атлетичний στα ελληνικά - αθλητικός, αθλητικές, αθλητικό, αθλητική, αθλητικά
- атом στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- зрошення στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
- криваво-червоний στα ελληνικά - αίμα, το αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα
Τυχαίες λέξεις
Стукати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάταγος, άπληστος, κροτώ, χτυπώ, χτύπημα, κτύπος, κρούω, χτυπήσει
Μεταφράσεις: πάταγος, άπληστος, κροτώ, χτυπώ, χτύπημα, κτύπος, κρούω, χτυπήσει