Λέξη: περίπτερο

Σχετικές λέξεις: περίπτερο

περίπτερο ονειροκρίτης, περίπτερο οκτάγωνο, περίπτερο 15 δεθ, περίπτερο έκθεσης, περίπτερο αρμενίας, περίπτερο delivery, περίπτερο στα αγγλικά, περίπτερο google, περίπτερο ετυμολογία, περίπτερο εφημερίδες

Συνώνυμα: περίπτερο

κιόσκι, υπόστεγο

Μεταφράσεις: περίπτερο

περίπτερο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kiosk, pavilion, stand, booth, the stand

περίπτερο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quiosco, pabellón, pabellón de, pavilion, el pabellón, del pabellón

περίπτερο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verkaufsstand, kiosk, Pavillon, Pavilion, Pavillons

περίπτερο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
édicule, cabine, abri, pavillon, Pavilion, pavillon du, pavillon de, le pavillon

περίπτερο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiosco, padiglione, Pavilion, padiglione di, il padiglione, padiglioni

περίπτερο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pavilhão, Pavilion, pavilhão de, pavilhão do, pavilhão da

περίπτερο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paviljoen, pavilion, paviljoen van, het paviljoen

περίπτερο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
киоск, беседка, павильон, павильона, павильоне

περίπτερο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
paviljong, paviljongen, pavilion

περίπτερο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
paviljong, Pavilion, paviljongen

περίπτερο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paviljonki, Pavilion, paviljongin, paviljongissa, huvimaja

περίπτερο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kiosk, pavillon, Pavilion, pavillonen

περίπτερο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stánek, budka, pavilón, Pavilion, pavilon, pavilonu

περίπτερο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kiosk, stoisko, budka, pawilon, pawilonu, pawilonie, pavilion

περίπτερο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pavilon, újságosbódé, kioszk, Pavilion, pavilonban, pavilont, pavilonja

περίπτερο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köşk, pavyon, pavilion, pavyonu, köşkü

περίπτερο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
динаміка, павільйон, павільйону, павільон, павильон

περίπτερο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pavijon, pavioni, pavion, pavijoni, pavioni i

περίπτερο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
павилион, беседка, Pavilion, Павилион за, шатра

περίπτερο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
павільён, зала

περίπτερο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiosk, putka, paviljoni, paviljon, paviljonis, Pavilion, paviljongissa

περίπτερο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kiosk, paviljon, Pavilion, paviljonu, paviljona, paviljonskog

περίπτερο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Skáli, Pavilion, skálinn, skálanum, skálann

περίπτερο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kioskas, paviljonas, paviljono, Pavilion, paviljone, paviljoną

περίπτερο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paviljons, paviljonā, paviljonu, Pavilion, paviljona

περίπτερο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
павилјон, павилјонот, Pavilion, павиљон, шатор

περίπτερο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chioşc, cioc, pavilion, pavilionul, pavilioane, pavilion de, si pavilioane

περίπτερο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trafika, paviljon, paviljona, paviljonu, pavilion

περίπτερο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pavilón

Στατιστικά δημοτικότητας: περίπτερο

Τυχαίες λέξεις