Λέξη: λαγκάδα
Σχετικές λέξεις: λαγκάδα
λαγκάδα μήλος, λαγκάδα ταϋγέτου, λαγκάδα μάνης, λαγκάδα hotel μηλος, λαγκάδα αμοργός, λαγκάδα αναρρίχηση, λαγκάδα ικαρίας, λαγκάδα αμοργού, λαγκάδα χίου, λαγκάδα ικαρία
Συνώνυμα: λαγκάδα
μικρή και στενή κοιλάδα, μικρή στενή κοιλάς, μικρή στενή κοιλάδα, στενή κοιλάδα, χαράδρα
Μεταφράσεις: λαγκάδα
λαγκάδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ravine, glen, dingle, dell, Lagada, Langada
λαγκάδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encañada, barranca, barranco, garganta, dingle, cañada, la cañada, de Dingle, en Dingle
λαγκάδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlucht, bergschlucht, klamm, dingle, Waldschlucht, von Dingle, in Dingle
λαγκάδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vallon, défilé, ravin, ravine, Dingle, de Dingle, à Dingle
λαγκάδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
burrone, gola, dingle, di Dingle, a Dingle
λαγκάδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vale profundo, Dingle, do dingle, de Dingle, desfiladeiro
λαγκάδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kloof, een diep dal, Dingle, van dingle, in Dingle, rinkelballen
λαγκάδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
буерак, расщелина, лог, ущелье, лощина, балка, овраг, яр, дефиле, Дингл, Dingle, Дингла, Лощины
λαγκάδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
juv, kløft, dingle, Dingle, i Dingle
λαγκάδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dalgång, ravin, klyfta, dingle, dalgången, i Dingle, Dingle
λαγκάδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolo, sola, rotko, notko, laakso, onkalo, Dingle, Dinglen
λαγκάδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kløft, dingle, i Dingle
λαγκάδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úvoz, úžlabina, rokle, znít, Dingle
λαγκάδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dolina, parów, wąwóz, porów, dingle, Kerry, w Dingle
λαγκάδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szurdok, Dingle
λαγκάδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
derecik, Dingle, ağaçlıklı küçük dere
λαγκάδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грабування, видобування, здобич, видобуток, грабіж, лощина, улоговина, виярок
λαγκάδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luginë e thellë, Dingle, përkundje andej
λαγκάδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
овраг, горист дол, Дингъл, Dingle
λαγκάδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лагчына, лагчыну
λαγκάδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Dingle, Notko, Dingle'i
λαγκάδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dolina, kotlini, gudura, tjesnac, klanac, klisura, Dingle, kurac
λαγκάδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjá, gil, Dingle
λαγκάδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siaurukalnė, dauba, miškingas įklonis, Dingle, bet gilus slėnis, gilus slėnis
λαγκάδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grava, aiza, Dingle
λαγκάδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
dingle
λαγκάδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vâlcea, Dingle, vale îngustă
λαγκάδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Dingle
λαγκάδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rokle, strž, znieť, znie, zniet, upravuje