Ступінь στα ελληνικά
Μετάφραση: ступінь, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαλαπατώ, βαθμολογώ, βήμα, πατημασιά, ύψος, βαθμός, έκταση, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ворожка στα ελληνικά - μάντισσα, μάντης, μέντιουμ, μάντη
- відтворювач στα ελληνικά - καθιστών, renderer, Φωτοαποδοσης, Φωταπόδοση, την Φωταπόδοση
- заслужіть στα ελληνικά - αξίζω, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
- маленький στα ελληνικά - λεπτό, υπολογίζω, λεπτομερής, σπυρί, μικροσκοπικός, κουτάβι, λίγο, ...
Τυχαίες λέξεις
Ступінь στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, βαθμολογώ, βήμα, πατημασιά, ύψος, βαθμός, έκταση, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, βαθμολογώ, βήμα, πατημασιά, ύψος, βαθμός, έκταση, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο