То στα ελληνικά

Μετάφραση: то, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναψυχή, που, απορρίπτω, εκείνος, τότε, στη συνέχεια, συνέχεια, έπειτα
То στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдячність στα ελληνικά - ευγνωμοσύνη, αναγνώριση, εκτίμηση, ανατίμηση, εκτίμησή, την εκτίμησή, εκτίμησης
  • відмовляти στα ελληνικά - πονηριά, μοχθηρία, χαιρεκακία, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, ...
  • кандидати στα ελληνικά - ψηφοφόρος, υποψηφίους, υποψηφίων, υποψήφιοι, οι υποψήφιοι, υποψήφιους
  • коливайтеся στα ελληνικά - κυμαίνομαι, ταλαντεύομαι, αυξομειώνω, kolyvaytesya
Τυχαίες λέξεις
То στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναψυχή, που, απορρίπτω, εκείνος, τότε, στη συνέχεια, συνέχεια, έπειτα