Λέξη: εντατικοποίηση

Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας

Μεταφράσεις: εντατικοποίηση

εντατικοποίηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intensification, intensifying, intensify, intensified, stepping

εντατικοποίηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intensificación, la intensificación, intensificación de, intensificar, de intensificación

εντατικοποίηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verstärkung, intensivierung, Intensivierung, Verschärfung, Verstärkung, Steigerung, Vertiefung

εντατικοποίηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renforcement, renfort, intensification, l'intensification, intensification de, intensifier

εντατικοποίηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intensificazione, intensificarsi, l'intensificazione, intensificare, un'intensificazione

εντατικοποίηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intensificação, a intensificação, intensificar, aprofundamento, intensificação da

εντατικοποίηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verscherping, versterking, intensivering, intensiveren, de intensivering

εντατικοποίηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интенсификация, обострение, напряжение, усиление, углубление, нарастание, активизация, интенсификации

εντατικοποίηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intensive, intensivering, intensiveringen, intensivert, forsterkning

εντατικοποίηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intensifiering, intensifieringen, intensivare, intensifierad, intensifierade

εντατικοποίηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tehostaminen, tiivistäminen, tehostamista, tehostuminen, tiivistämisen

εντατικοποίηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
intensivering, intensiveringen, en intensivering, styrkelse, intensivere

εντατικοποίηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesílení, intenzifikace, zintenzivnění, intenzifikaci, intenzivnější

εντατικοποίηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzmocnienie, nasilenie, intensyfikacja, wzmacnianie, intensyfikacji, intensyfikację

εντατικοποίηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
intenzívebbé, fokozása, elmélyítése, intenzifikálása, fokozódása

εντατικοποίηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoğunlaştırma, yoğunlaşması, yoğunlaştırılması, yoğunlaşma

εντατικοποίηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтенсивно, інтенсифікація

εντατικοποίηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtim, intensifikimi, intensifikimin, intensifikim, intensifikimi i

εντατικοποίηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интензификация, засилване, интензификацията, интензифициране, задълбочаване

εντατικοποίηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтэнсіфікацыя, інтэнсыфікацыя

εντατικοποίηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ägenemine, intensiivistamine, intensiivistamist, intensiivistamise, tugevdamine, intensiivistumise

εντατικοποίηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojačavanje, intenziviranje, jačanje, intenziviranja, intenzifikacija

εντατικοποίηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Efling, nákvæm

εντατικοποίηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprinimas, suintensyvėjimas, sustiprėjimas, sustiprinimas, intensyvinimas

εντατικοποίηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
intensifikācija, pastiprināšanās, intensifikāciju, intensificēšana, pastiprinoties

εντατικοποίηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интензивирање, интензивирањето, засилување, засилувањето, интензивирање на

εντατικοποίηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intensificare, intensificarea, intensificării, o intensificare, intensificări

εντατικοποίηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intenzifikacija, intenziviranje, stopnjevanje, intenzifikacije, intenziviranjem

εντατικοποίηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zosilnenie, zosilnenia, zosilneniu, posilnenie, zintenzívnenie
Τυχαίες λέξεις