Λέξη: επιζώ

Σχετικές λέξεις: επιζώ

τώρα επιζώ

Συνώνυμα: επιζώ

διαρκώ περισσότερο

Μεταφράσεις: επιζώ

επιζώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
survive, outlast, outlive, live through, Surviving

επιζώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
durar, sobrevivir, Outlast, de Outlast, durar más que

επιζώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überleben, halten, überdauern, Outlast, dauern, Die Outlast

επιζώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
persister, survivre, survivent, survivez, survie, résister, survis, survivons, survivance, survivre à, Outlast

επιζώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sopravvivere, outlast, di Outlast, Outlast®

επιζώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobreviver, aferir, sobreviva, fiscalizar, durar mais que, Outlast, durar mais, supere, outlive

επιζώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorleven, standhouden, doormaken, beleven, overleven, langer duren dan, Outlast, langer mee, dan langer mee, ga dan langer mee

επιζώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выживать, уцелеть, перенести, выжить, пережить, выдержать, Outlast, переживет, Служит дольше, Работает лучше

επιζώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overleve, outlast, varer lenger enn, varer lenger

επιζώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överleva, Outlast

επιζώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selvitä, selviytyä, elää kauemmin kuin, kestää kauemmin kuin, pysyä kauemmin kuin, Outlast, Luotettavin

επιζώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overleve, Outlast

επιζώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trvat, přežít, přečkat, Outlast, nejvyšší nároky, Splní nejvyšší nároky

επιζώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeżyć, przetrzymać, ocaleć, przetrwać, dotrwać, przeżywać, Outlast, trwać dłużej, Doskonałość

επιζώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlél, Outlast, tovább tart valaminél, áthidalására

επιζώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
daha çok dayanmak, daha uzun yaşamak, dayanmak, outlast, uzun yaşamak

επιζώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витримати, вижити, виживати, перенести, видержати, пережити

επιζώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rroj, vazhdoj më shumë, vazhdoj më shumë se, rroj më gjatë, rroj më

επιζώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надживявам, издържам повече от, Outlast

επιζώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перажыць

επιζώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Kestab kauem, Kestab kauem kui, Outlast, Kestab kauem Kasutusleping, Elab kauem kui

επιζώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postoji, preživljavanje, nadživjeti, preživio, trajati duže od, trajati duže, nadživjeti nešto

επιζώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
outlast

επιζώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pergyventi, išgyventi, Išsiversti, Išgyveno, Išlieka ilgiau

επιζώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
valkāties, pietikt, saglabāties, pārdzīvot, visilgāk, pastāvēt ilgāk, vislabāk.Kalpo visilgāk

επιζώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
издржувам, издржувам повеќе

επιζώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dura mai mult decât, trăi mai mult decât, Outlast, Mai rezistent

επιζώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
outlast, Traja dlje, Traja dlje od

επιζώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prečkať, vydržať
Τυχαίες λέξεις