Ухилятись στα ελληνικά
Μετάφραση: ухилятись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαίνω, αποφεύγω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, αναχωρούν, αναχωρήσει, αποκλίνουν, αναχωρούμε, αναχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- диякон στα ελληνικά - διάκονος, διάκονο, διακόνου, διάκος, ιεροδιάκονος
- зневажливий στα ελληνικά - χλευαστικός, περιφρονητικός, υποτιμητικός, μειωτικός, υποτιμητικό, παρέκκλισης, υποτιμητική
- касовий στα ελληνικά - χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
- кумедне στα ελληνικά - φρίκη, αστείος, Αστεία, αστείο, Funny, Αστείες
Τυχαίες λέξεις
Ухилятись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαίνω, αποφεύγω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, αναχωρούν, αναχωρήσει, αποκλίνουν, αναχωρούμε, αναχωρήσουν
Μεταφράσεις: μπαίνω, αποφεύγω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, αναχωρούν, αναχωρήσει, αποκλίνουν, αναχωρούμε, αναχωρήσουν