Λέξη: τριβελίζω

Μεταφράσεις: τριβελίζω

τριβελίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pester, drill, trivelizo

τριβελίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
horadar, taladrar, taladro, barrena, atormentar, barrenar, perforar, taladradora, trivelizo

τριβελίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
furche, bohrer, bohrung, bohrgerät, drill, bohren, bohrmaschine, exerzieren, trivelizo

τριβελίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
perforer, perçage, perceuse, percez, molester, mèche, harceler, fraise, roulette, percent, affliger, foret, perçons, exercice, percer, perforatrice, trivelizo

τριβελίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trivella, trapano, forare, trivelizo

τριβελίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brocar, perfurar, furar, brocas, trivelizo

τριβελίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boren, doorboren, aanboren, trivelizo

τριβελίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
борозда, обучение, коловорот, скважина, обучать, учение, пробуравливать, муштровать, надоедать, дрель, клянчить, сверло, высверлить, учеба, муштра, донимать, trivelizo

τριβελίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksersis, bore, bor, trivelizo

τριβελίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borra, trivelizo

τριβελίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdistaa, kairata, kinuta, upottaa, porata, kiusata, harjoitella, mankua, vako, pora, trivelizo

τριβελίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bore, trivelizo

τριβελίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obtěžovat, nácvik, vrtat, výcvik, cvičit, vrták, vyvrtat, trápit, vrtačka, nebozez, provrtat, cvičení, drilovat, trivelizo

τριβελίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
świder, ćwiczenie, tresować, dręczyć, trapić, wiertarka, drążyć, wiertniczy, wypraszać, wywiercić, wiercić, drelich, musztrować, ćwiczyć, dokuczać, wydrążać, trivelizo

τριβελίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pamutzsávoly-szövet, fúrógép, zsákvászon, furdancs, mellfurdancs, bíborcsiga-faj, fúrás, gyakorlatozás, trivelizo

τριβελίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
delmek, trivelizo

τριβελίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бур, тренування, дошкуляти, свердло, наводнювати, докучити, набридати, муштра, тренувати, trivelizo

τριβελίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trivelizo

τριβελίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, trivelizo

τριβελίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
trivelizo

τριβελίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kordama, trellpuur, puurima, tülitama, tüütama, trivelizo

τριβελίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uznemirivati, dosađivati, trivelizo

τριβελίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bora, borjárn, trivelizo

τριβελίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trivelizo

τριβελίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trivelizo

τριβελίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
trivelizo

τριβελίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
burghiu, trivelizo

τριβελίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vaje, trápit, vrtati, vrtat, trivelizo

τριβελίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trivelizo
Τυχαίες λέξεις