Фокусувати στα ελληνικά
Μετάφραση: фокусувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бугай στα ελληνικά - ταύρος, βούλα, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
- громадськість στα ελληνικά - δημοσιεύω, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
- заведений στα ελληνικά - λαβωμένος, τραυματισμένος, ρουτίνα, ρουτίνας, συνήθεις, συνήθη, συνήθων
- лицемірство στα ελληνικά - υποκρισία, υποκρισίας, την υποκρισία, η υποκρισία
Τυχαίες λέξεις
Фокусувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Μεταφράσεις: εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης