Λέξη: φανέλα

Σχετικές λέξεις: φανέλα

φανέλα της αεκ του '93, φανέλα ολυμπιακού, φανέλα ολυμπιακού 2014, φανέλα αεκ, φανέλα παοκ, φανέλα εθνικής ελλάδος, φανέλα εθνικής ελλάδος 2014, φανέλα chicago bulls, φανέλα ενός παίκτη αποσύρεται από την ομάδα του, φανέλα με δικέφαλο

Συνώνυμα: φανέλα

ζέρσεϊ ύφασμα, πουλόβερ, άλτης, πηδητής, είδος μπλούζας, φανέλλα, φλανέλλα

Μεταφράσεις: φανέλα

φανέλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vest, shirt, jersey, flannel, jumper

φανέλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chaleco, camiseta, camisa, jersey, jersey de, camiseta de, maillot

φανέλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewand, hemd, unterhemd, weste, Jersey, Trikot

φανέλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
liquette, accorder, impartir, gilet, octroyer, maillot, veste, attribuer, chemise, concéder, Jersey, chandail, en jersey, de Jersey

φανέλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camicia, maglia, maglietta, panciotto, jersey, jersey di, della Jersey, in jersey

φανέλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embarcação, camisa, colete, veste, navio, camisola, jérsei, jersey, jérsei dos, Camisa

φανέλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overhemd, herenvest, hemd, trui, jersey, shirt, jersey met

φανέλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рубаха, жилетка, блуза, распашонка, майка, облекать, жилет, тенниска, уполномочить, бронежилет, наделить, халат, рубашка, сорочка, возлагать, облечь, Джерси, Форма, Jersey, трикотаж

φανέλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trøye, undertrøye, skjorte, vest, jersey, Trikot, Norge, USA

φανέλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skjorta, väst, jersey, tröja, län

φανέλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paita, siirtyä, etumus, liivi, ihokas, jersey, pelipaita, Jerseyn, Jerseyssä, USAssa

φανέλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skjorte, vest, jersey, Spillerdragt, trøje, trøjen

φανέλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
udělit, košilka, tílko, košile, vesta, propůjčit, vestička, trikot, Dres, dresu, jersey

φανέλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezrękawnik, koszulka, bluzka, nadawać, udzielić, kamizelka, kaftan, wdziewać, okrywać, użyczać, udzielać, koszula, nadać, podkoszulek, Koszulka, jersey, w Jersey

φανέλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trikó, alsóing, Jersey-sziget, Jersey, mez, trikó A

φανέλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gömlek, yelek, fanila, jarse, Jersey, Forması, mayo, forma

φανέλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сорочка, кораблі, посудини, Джерсі, джерсе, джерси, Йорк

φανέλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmishë, triko, fanella, Dresat, Dresat per, jersey

φανέλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жарсе, отбора, на отбора

φανέλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кашуля, Джэрсі, Джэрзі

φανέλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vest, särk, rüütama, vorm, jersey

φανέλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
košulja, opunomoćiti, bluza, dres

φανέλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bolur, Jersey, treyju

φανέλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liemenė, apranga, Jersey

φανέλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veste, krekls, Džērsija, trikotāža, tērps, Īrija, Džersija

φανέλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
елекот, Џерси, маичка, дрес, дресот, Jersey

φανέλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cămaşă, vestă, maiou, jerseu, Jersey, Tricoul, tricou, echipamentul

φανέλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jopič, srajca, majica, jersey, dres, dresa, dresi

φανέλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
košeľa, tričko, trikot, dres, šortky

Στατιστικά δημοτικότητας: φανέλα

Τυχαίες λέξεις