Λέξη: βομβαρδισμός

Σχετικές λέξεις: βομβαρδισμός

βομβαρδισμός της γκουέρνικα, βομβαρδισμός σερβίας, βομβαρδισμός πειραιά 1941, βομβαρδισμός της γιουγκοσλαβίας, βομβαρδισμός πειραιά, βομβαρδισμός κέρκυρας, βομβαρδισμός λονδίνου, βομβαρδισμός της δρέσδης

Μεταφράσεις: βομβαρδισμός

βομβαρδισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bombing, bombardment, bombing of, bombardment of, shelling

βομβαρδισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bombardeo, bombardeos, bombardeo de, el bombardeo, bombardeo con

βομβαρδισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bombenabwurf, beschießung, Bombardement, Beschuss, Bombardierung, Beschießung

βομβαρδισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bombardement, bombardements, le bombardement, un bombardement, les bombardements

βομβαρδισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bombardamento, bombardamenti, bombardamento di, il bombardamento, un bombardamento

βομβαρδισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bombardeamento, bombardeio, bombardeamento de, bombardeios, de bombardeamento

βομβαρδισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bombardement, bombardementen, beschieting, bombarderen, het bombardement

βομβαρδισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бомбардировка, бомбёжка, бомбежка, бомбометание, обстрел, бомбардировки, бомбардировкой, бомбардировке

βομβαρδισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bombardement, bombardementet, bombingen, bombardering

βομβαρδισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bombardemang, beskjutning, bombardemanget, bombardment

βομβαρδισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pommitus, pommitukset, pommituksen, pommituksista, pommitusten

βομβαρδισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bombardement, bombardementet, bombardementer, bombardment

βομβαρδισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostřelování, bombardování, ostřelováním, ozáření, bombardováním

βομβαρδισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bombardowanie, bombardowania, zespołami do bombardowania, z zespołami do bombardowania, do bombardowania

βομβαρδισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bombázás, bombázása, bombázást, bombázással, bombázások

βομβαρδισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bombardıman, bombardımanı, bombardment, bombardımanlı, Bombardımandan

βομβαρδισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бомбардування

βομβαρδισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bombardim, bombardimeve, bombardimi, bombardimet, Bombardime

βομβαρδισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бомбардировка, бомбардиране, бомбардиране с, бомбардировки

βομβαρδισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бамбаванне, бамбардзіроўка, бамбёжка

βομβαρδισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pommitamine, pommirünnak, pommitus, pommitamise, pommitamist, pommitamisel

βομβαρδισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bombardiranje, bombardovanje, bombardiranjem, bombardiranja, bombardiranjem s

βομβαρδισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bombardment

βομβαρδισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bombardavimas, Bombardment, bombardavimo, Ostrzał

βομβαρδισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bombardēšana, bombardēšanas, apšaudes

βομβαρδισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бомбардирањето, бомбардирања, бомбардирање, бомбардирањата, бомбардирање на

βομβαρδισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bombardament, bombardament cu, cu bombardament, bombardament de, bombardamentul

βομβαρδισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obstreljevanje, bombardiranje, za obstreljevanje, obstreljevanja, obstreljevanje z

βομβαρδισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bombardovanie, bombardovania, bombardovaní, bombardovaniu
Τυχαίες λέξεις