Чуткий στα ελληνικά
Μετάφραση: чуткий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωντανός, προσεκτικός, άγρυπνος, wakeful, εγρήγορση, που ξυπνάει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бурмотати στα ελληνικά - φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογώ, πολυλογία
- дівчина στα ελληνικά - βράγχιο, μεσοφόρι, κανάτα, κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, ...
- занадто στα ελληνικά - επίσης, πάρα πολύ, πολύ, πάρα, υπερβολικά
- математик στα ελληνικά - μαθηματικός, μαθηματικό, μαθηματικού
Τυχαίες λέξεις
Чуткий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωντανός, προσεκτικός, άγρυπνος, wakeful, εγρήγορση, που ξυπνάει
Μεταφράσεις: ζωντανός, προσεκτικός, άγρυπνος, wakeful, εγρήγορση, που ξυπνάει