Λέξη: οικονομικός

Σχετικές λέξεις: οικονομικός

οικονομικός φορέας, οικονομικός ντετερμινισμός, οικονομικός σύμβουλος, οικονομικός κύκλος, οικονομικός αναλυτής, οικονομικός δολοφόνος, οικονομικός στολισμός γάμου, οικονομικός εισαγγελέας, οικονομικός μετανάστης, οικονομικός γάμος

Συνώνυμα: οικονομικός

δημόσιου ταμείου, δημοσιονομικός, λιτός, οικονόμος, ευδοκιμών, εύπορος, φειδωλός, οικονομολογικός

Μεταφράσεις: οικονομικός

οικονομικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
economic, financial, economical, an economic

οικονομικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
económico, financiero, económica, económicos, económicas, economía

οικονομικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
volkswirtschaftlich, ökonomisch, wirtschaftswissenschaftlich, finanziell, wirtschaftlich, sparsam, finanztechnisch, Wirtschafts, wirtschaftlichen, wirtschaftliche

οικονομικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
économique, économe, profitable, financier, avantageux, pécuniaire, rentable, lucratif, économiques, économie, l'économie

οικονομικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economico, finanziario, economica, economiche, economici, dell'economia

οικονομικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
financiar, econômico, económica, económico, econômica, económicas

οικονομικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
financieel, geldelijk, economisch, economische, de economische, het economisch, economie

οικονομικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хозяйственный, рентабельный, практический, материальный, целесообразный, денежный, экономичный, финансовый, экономический, экономическое, экономического, экономической, экономическая

οικονομικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
økonomisk, økonomiske, den økonomiske, konjunktur

οικονομικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ekonomisk, ekonomiska, ekonomiskt, den ekonomiska

οικονομικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raha, finanssi, rahallinen, taloudellinen, taloudellisen, taloudellista, talouden, taloudellisten

οικονομικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
økonomisk, økonomiske, den økonomiske, oekonomiske, oekonomisk

οικονομικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hospodárný, hospodářský, výnosný, úsporný, ekonomický, peněžní, hospodářské, ekonomické, hospodářská

οικονομικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zyskowny, gospodarczy, gospodarny, oszczędny, koniunkturalny, ekonomiczny, finansowy, gospodarczej, gospodarczego, gospodarcza

οικονομικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazdaságos, gazdasági, közgazdasági, pénzügyi, a gazdasági, gazdaság

οικονομικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mali, ekonomik, idareli, iktisadi, ekonomi

οικονομικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грошовий, прикладною, грошовитий, хазяйновитий, фінансовий, прикладний, господарчий, економічний, економічне, економічна, економічну, економічного

οικονομικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekonomik, ekonomike, ekonomike e, ekonomik i, ekonomike të

οικονομικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
икономически, икономическа, икономическата, икономическо, икономическото

οικονομικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эканамічны

οικονομικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tasuv, rahaline, majanduslik, majandus-, majandusliku, majanduslikku, majanduse

οικονομικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
financijskim, ekonomska, privredno, financijskih, novčanu, financijsko, gospodarskog, gospodarski, ekonomski, gospodarska, ekonomskog

οικονομικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efnahagslegum, efnahagsleg, efnahagslega, efnahagsmálum, efnahags-

οικονομικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekonomiškas, ūkinis, ekonominis, ekonomikos, ekonominės, ekonominė, ekonominio

οικονομικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taupīgs, ekonomisks, ekonomikas, ekonomiskā, ekonomisko, ekonomiskās

οικονομικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
економски, економскиот, економските, економската, економска

οικονομικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
economic, economică, economice, economica

οικονομικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
finanční, gospodarska, gospodarske, ekonomska, gospodarski, gospodarsko

οικονομικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsporný, finanční, hospodársky, ekonomický, hospodárskeho, hospodárskym, hospodárskom

Στατιστικά δημοτικότητας: οικονομικός

Τυχαίες λέξεις