Шикуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: шикуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέλαση, Aline, με Aline, Αλίν, της Aline, την Aline
Шикуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • важкий στα ελληνικά - σοβαρός, αρχηγός, δύσκολος, ηγέτης, ηγήτορας, δύσχρηστος, πολύπλοκος, ...
  • ганчірки στα ελληνικά - κουρέλι, κουρέλια, ράκη, πανιά, τα κουρέλια, πανιών
  • грабуйте στα ελληνικά - βία, βία για να, βίας στις, βίας για, βία για
  • жорстокість στα ελληνικά - κτηνωδία, αυστηρότητα, τυραννία, απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Шикуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέλαση, Aline, με Aline, Αλίν, της Aline, την Aline