Шишкуватий στα ελληνικά
Μετάφραση: шишкуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσεχτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, αυταρχικός, shyshkuvatyy
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брезентовий στα ελληνικά - μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
- впускати στα ελληνικά - ένεση, ομολογώ, παραδέχομαι, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ
- злочинець στα ελληνικά - εγκληματίας, εγκληματικός, παραβάτης, δράστης, ένοχος, φταίχτης, δράστη, ...
- легіон στα ελληνικά - λεγεώνας, λεγεώνα, Legion, λεγεώνα των, η λεγεώνα
Τυχαίες λέξεις
Шишкуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσεχτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, αυταρχικός, shyshkuvatyy
Μεταφράσεις: προσεχτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, αυταρχικός, shyshkuvatyy