Λέξη: πρέπει

Σχετικές λέξεις: πρέπει

πρέπει τα μάτια αλλιώς να δουν για να μπορούν να βλέπουν, πρέπει οι μαθητές να τιμωρούνται όταν προβαίνουν σε μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά μέσα στην τάξη, πρέπει συνώνυμα, πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω, πρέπει να πάρουμε την ελλάδα μας πίσω, πρέπει να μιλήσουμε για τον κέβιν, πρέπει να κατεβάσετε και να εγκαταστήσετε το plugin πριν την προβολή, πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά, πρέπει να μάθω πια να ζω, πρέπει να φανώ γενναίος

Συνώνυμα: πρέπει

οφείλω, έπρεπε, οφείλον

Μεταφράσεις: πρέπει

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
must, have to, should, shall, have
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deber, necesario, debe, deben, deberá
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
müssen, moder, maische, most, brunst, schimmel, muss, muß, darf, Most
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
falloir, faut, moisi, devoir, moût, il faut, doit, doivent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mosto, dovere, deve, devono, necessario, must
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obrigação, dever, mexilhão, mosto, necessário, preciso
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moeten, zullen, behoren, horen, dienen, moet, dient, must
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уверенность, требование, муст, плесень, очевидность, обязанность, должен, должны, должна, должно, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
måtte, få, må, must
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
must, måste, skall
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pitää, täytyä, täytyy, on, saa, must, on oltava
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
måtte, skal, må, must, maa
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
muset, plíseň, mošt, musí, musí být, moštu, musíte
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pleśnieć, przymus, moszcz, pleśń, musieć, musi, muszą, należy, gronowego, gronowy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
must, kell, köteles, meg kell, muszáj
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şart, gerekir, olmalı, must, mutlaka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неохайний, повинен, має, повинна, мав, мусить
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duhet, duhet të, duhet që
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
долен, мъст, трябва, трябва да
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязак, павінен, мусіць, павінна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pidama, veinivirre, must, peab, peavad, tuleb, tohi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
morate, morati, moraju, mora, mošt
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mega, verða, verður, verður að, skal, skulu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turėti, turi, privalo, turi būti, misos, misa
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepieciešams, jābūt, misas, misu, misa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мора да, мора, треба, мора да се, мораат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
must, trebui, trebuie, trebuie să, trebuie sa
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
muse, mošta, mošt, mora, morajo, mora biti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
musieť, musí, mušt, muštu, mušt získaný, mušty

Στατιστικά δημοτικότητας: πρέπει

Τυχαίες λέξεις